συνυπάρχων

συνυπάρχων
σύν-ὑπάρχω
begin
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ԳՈՅԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0569 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 12c ա. Յաստուածայինս՝ իբր Համագոյ. էակից. իսկակից. մշտնջենաւորակից. որպէս յն. ὀμοούσιος, συνύπαρχων consubstantialis, coexistens *Վասն զի է բնութեամբ աստուած, բնութեամբ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συναΐδιος — ον, ΜΑ αυτός που είναι μαζί με άλλον αιώνιος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «συναΐδιος συνυπάρχων». επίρρ... συναϊδίως ΜΑ με τρόπο που δείχνει αιωνιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀΐδιος «αιώνιος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”